- ὁμόσχολος
- ὁμό-σχολος, ὁ,A schoolfellow, Suid. s.v. Τυραννίων.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ομόσχολος — ὁμόσχολος, ον (Α) συμμαθητής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + σχολος (< σχολή), πρβλ. εύ σχολος] … Dictionary of Greek
ὁμοσχόλων — ὁμόσχολος schoolfellow masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ομ(ο)- — [ΑΜ ὁμ(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ὁμός και δηλώνει ότι: α) κάτι γίνεται μαζί, ταυτοχρόνως με κάτι άλλο (πρβλ. ομο βλαστώ, ομο βροντία, ομό δουπος, ομό ζευκτος, ομο θαμνώ) β) το δηλούμενο … Dictionary of Greek